- δύσφορον
- δύσφοροςhard to bear: masc /fem acc sgδύσφοροςhard to bear: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δύσφορον — δύσφορος hard to bear masc/fem acc sg δύσφορος hard to bear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσφορος — δύσφορος, ον (AM) 1. οχληρός, ενοχλητικός 2. βραδυκίνητος («δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο», Πλούτ.) αρχ. 1. (για τροφή) δύσπεπτος 2. αυτός που έχει κακή σοδειά, άγονος («δύσφορος χώρα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσφορα κακά, θλίψεις μσν. το … Dictionary of Greek